Enkel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Enkel < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Enkel αρσενικό

  • Catalogue of the most frequently used Albanian names and surnames, Organization for Security and Co-operation in Europe, 17 January 2020 [1]




Δείτε επίσης: enkel
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Enkel die Enkel
γενική des Enkels der Enkel
δοτική dem Enkel den Enkeln
αιτιατική den Enkel die Enkel

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Enkel < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική eninkel / enenkel / eninklin < παλαιά άνω γερμανική eniklin [1] < υποκοριστικό του ano, σύγχρονο Ahn (πρόγονος) [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛŋkl̩/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Enkel (de) αρσενικό (θηλυκό : Enkelin)

  1. (οικογένεια) ο εγγονός
    Sein Enkel ist ein erfolgreicher Sänger.
    Ο εγγονός του είναι πετυχημένος τραγουδιστής.
     συνώνυμα: Enkelsohn
  2. (είτε αρσενικό, είτε θηλυκό) το εγγόνι,
    Sie hat allen ihren Enkeln Geschenke mitgebracht.
    Έφερε μαζί της δώρα για όλα τα εγγόνια της.
     συνώνυμα: Enkelkind
  3. (συνήθως στον πληθυντικό) οι απόγονοι
     συνώνυμα: Nachkomme

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Enkel < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Enkel αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]
  1. Enkel - Duden online.
  2. Enkel - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).