Freude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Freude die Freuden
γενική der Freude der Freuden
δοτική der Freude den Freuden
αιτιατική die Freude die Freuden

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Freude (de) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Freude αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]