Ordnung

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Ordnung die Ordnungen
γενική der Ordnung der Ordnungen
δοτική der Ordnung den Ordnungen
αιτιατική die Ordnung die Ordnungen

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ordnung (de) θηλυκό