Schülerin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Schülerin die Schülerinnen
γενική der Schülerin der Schülerinnen
δοτική der Schülerin den Schülerinnen
αιτιατική die Schülerin die Schülerinnen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schülerin < Schüler + -in

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʃyːləʁɪn/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Schülerin (de) θηλυκό (αρσενικό : Schüler)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]