abat-jour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abat-jour < abattre, ρίχνω + jour, φωτεινότητα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ba.ʒuːʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abat-jour (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. το αμπαζούρ, αντανακλαστήρας που στέλνει προς τα κάτω το φως μιας λάμπας
  2. (αρχιτεκτονική) πλάγιο άνοιγμα σε έναν τοίχο που φωτίζει ένα δωμάτιο ή ένα υπόγειο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abat-jour < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) γαλλική abat-jour

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abat-jour (it)

  1. το αμπαζούρ, αντανακλαστήρας που στέλνει προς τα κάτω το φως μιας λάμπας
  2. λάμπα κομοδίνου
  3. το γαλάζιο χρώμα του αμπαζούρ (Pratolini)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]