activity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
activity activities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
activity < active + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

activity (en)

  1. η δραστηριότητα, κάτι που κάνω για ενδιαφέρον ή ευχαρίστηση
    What is your favorite activity on the weekends?
    Ποια είναι η αγαπημένη σου δραστηριότητα τα Σαββατοκύρικα;
    Her social activities take up all her time.
    Οι κοινωνικές της δραστηριότητες της απορροφούν όλο το χρόνο.
  2. η δραστηριότητα, κάτι που κάνω για να πετύχω έναν συγκεκριμένο στόχο
    I am limiting/interrupting/expanding my activities.
    Περιορίζω/διακόπτω/επεκτείνω τις δραστηριότητές μου.
  3. (μη μετρήσιμο) η δραστηριότητα, σύνολο ενεργειών ατόμου ή ομάδας, που αφορούν μια συγκεκριμένη κατάσταση
    economic/political/diplomatic activity - οικονομική/πολιτική/διπλωματική δραστηριότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]