age

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: âge, âgé

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
age ages

age (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ηλικία, τα χρόνια, ο αριθμός των ετών που έχει ζήσει ένα άτομο ή υπάρχει ένα πράγμα
    What’s his age?
    Τι ηλικία έχει;
    He got married at the age of 30.
    Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών.
    at my age - στην ηλικία μου
    I have a daughter your age.
    Έχω κόρη της ηλικίας σου.
    She doesn’t look her age.
    Δεν φαίνεται η ηλικία της.
    We have games for all ages.
    Έχουμε παιχνίδια για όλες τις ηλικίες.
    When I was your age
    Όταν είχα τα χρόνια σου…
  2. (πληθυντικός) χρόνια και ζαμάνια, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
    I haven’t been to the cinema for ages.
    Χρόνια και ζαμάνια έχω να πάω σινεμά.
  3. (μετρήσιμο) η εποχή, μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας
    the Stone/Bronze Age - η λίθινη/ορειχάλκινη εποχή
    the Ice Age - η εποχή των παγετώνων
    the age we live in - η εποχή μας
    an age of prosperity/extravagance - η εποχή ευημερίας/σπατάλης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη era

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας age
γ΄ ενικό ενεστώτα ages
αόριστος aged
παθητική μετοχή aged
ενεργητική μετοχή aging

age (en)



      ενικός         πληθυντικός  
age ages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

age (fr) αρσενικό

  • μεγάλο ξύλινο εξάρτημα αρότρου πάνω στο οποίο στηρίζεται το υνί και τα άλλα εξαρτήματα που έχει το αλέτρι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]