any longer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
any longer < → δείτε τις λέξεις any και longer

Έκφραση

[επεξεργασία]

any longer (en)

  • (ιδιωματισμός) πια, άλλο, παραπάνω
    We don’t live here any longer.
    Δε μένουμε πια εδώ.
    Don’t say vulgar words any longer!
    Μην λες πια χυδαίες λέξεις!
    I can’t wait any longer.
    Δεν μπορώ να περιμένω άλλο.
    I can’t stay any longer.
    Δεν μπορώ να μείνω παραπάνω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη any more

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]