aside

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈsaɪd/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

aside (en)

  1. στην άκρη, στο πλάι, πιο πέρα, παράμερα
  2. πέρα από κάτι/αυτό, κτλ.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aside (en)

  1. παρένθεση (στον λόγο)
  2. πληροφορία εκτός θέματος
     συνώνυμα: tangent

Εκφράσεις

[επεξεργασία]