brat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
brat brats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brat (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brat (bs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brat (hr)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brat (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brat (sr)

  • λατινική γραφή του брат



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brat (sk)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brat (sl)