cap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cap caps

cap (en)

  1. (ενδυμασία) το καπέλο
     συνώνυμα: hat
  2. προστατευτικό κάλυμμα
  3. το καπάκι
    the cap of a tube of toothpaste - το καπάκι μιας οδοντόπαστας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lid
  4. σφράγισμα για δόντια
  5. η κορυφή ενός βουνού
  6. το ανώτερο τμήμα ενός μανιταριού
  7. μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμεύει για να προκαλέσει την έκρηξη μιας μεγαλύτερης ποσότητας
  8. (αργκό) η σφαίρα για να πυροβολήσεις κάποιον
  9. (μαθηματικά) το σύμβολο που δηλώνει την τομή δύο συνόλων
  10. ένα ανώτατο όριο
  11. κεφαλαίο γράμμα
  12. η συμμετοχή για έναν ποδοσφαιριστή σε διεθνή αγώνα, πχ με την εθνική ομάδα
  13. το κιονόκρανο
  14. (ΗΒ) το αντισυλληπτικό διάφραγμα
ενεστώτας cap
γ΄ ενικό ενεστώτα caps
αόριστος capped
παθητική μετοχή capped
ενεργητική μετοχή capping

cap (en)

  1. καπακώνω, σκεπάζω
  2. θέτω ένα ανώτατο όριο
  3. διαλέγω έναν ποδοσφαιριστή για διεθνή αγώνα



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cap (fr) αρσενικό