care for

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας care for
γ΄ ενικό ενεστώτα cares for
αόριστος cared for
παθητική μετοχή cared for
ενεργητική μετοχή caring for

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
care for < → δείτε τις λέξεις care και for

care for (en)

  • φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι με τρυφερότητα
    Who is caring for the baby right now?
    Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
    Who will caring for the garden while you are away?
    Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
    Who will care for the kids?
    Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη look after