claque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
claque claques

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

claque (fr) θηλυκό

  1. το ράπισμα, το χαστούκι, η μπάτσα, η φάπα
  2. η πλάκα (στο θέατρο)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

claque θηλυκό

  1. χτύπημα, ράπισμα