complaisance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
complaisance complaisances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

complaisance (fr) θηλυκό

  1. η συγκαταβατικότητα
  2. η ευγενικότητα, η καλοβολία
  3. η φιλοφρόνηση, η αυταρέσκεια