déclenchement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
déclenchement déclenchements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

déclenchement (fr) αρσενικό

  1. το ξέσπασμα, η εξαπόλυση
  2. η αρχή