dindon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dindon dindons

dindon (fr) αρσενικό

  1. (πτηνό) ο γάλος
  2. αφελής άνθρωπος
     συνώνυμα: dupe, naïf, pigeon