dupe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας dupe
γ΄ ενικό ενεστώτα dupes
αόριστος duped
παθητική μετοχή duped
ενεργητική μετοχή duping

dupe (en)

  • ρίχνω, ξεγελάω ή εξαπατάω κάποιον
    They duped me all right!
    Πραγματικά με ρίξανε!
    They duped me again!
    Με ξανάριξαν!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deceive



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dupe < duppe, αστεϊσμός βασιζόμενος στην παρεμφερή προφορά με το huppe, τσαλαπετεινός, που θεωρείται ανόητο πουλί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dupe dupes

dupe (fr) αρσενικό

  1. αφελής άνθρωπος, που πιστεύει οτιδήποτε του λένε
     συνώνυμα: dindon, pigeon

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dupe dupes

dupe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αφελής
     συνώνυμα: crédule, naïf