distributeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
distributeur < δημώδης λατινική distributor

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dis.tʁi.by.t/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό distributeur distributeurs
θηλυκό distributrice distributrices

distributeur (fr) αρσενικό

  1. αυτός που μοιράζει
    • Je suis donc , comme vous le voyez, cette vraie distributrice des biens, cette Folie, que les latins nommaient « Stultitia » et les grecs « Moria ». (Erasme; « Éloge de la folie »,1509. Traduction de Thibault de Laveaux en 1780)
    1. εμπορικός αντιπρόσωπος μιας μάρκας ή ενός προϊόντος σε μια αγορά
    2. (κινηματογράφος) υπεύθυνος της διαφήμισης ενός φιλμ για λογαριασμό ενός παραγωγού
  2. (αρσενικό, μόνο στον ενικό) (κατ’ επέκταση) αυτόματη συσκευή που μοιράζει διάφορα αντικείμενα όταν κάποιος ρίχνει μέσα ένα νόμισμα

Παράγωγα

[επεξεργασία]