exploit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exploit exploits

exploit (en)

  1. κατόρθωμα, επίτευγμα, άθλος
  2. ανδραγάθημα
  3. (πληροφορική) το πρόγραμμα ή γενικότερα η τεχνική που εκμεταλλεύεται ένα κενό ασφάλειας ενός άλλου λογισμικού
    → δείτε τη λέξη zero-day exploit
ενεστώτας exploit
γ΄ ενικό ενεστώτα exploits
αόριστος exploited
παθητική μετοχή exploited
ενεργητική μετοχή exploiting

exploit (en)

  1. (κακόσημο) εκμεταλλεύομαι, μεταχειρίζομαι ένα άτομο ή μια κατάσταση ως ευκαιρία να αποκτήσω ένα πλεονέκτημα για τον εαυτό μου
    They exploit people’s ignorance.
    Εκμεταλλεύονται την αμάθεια του κόσμου.
     συνώνυμα:  prey on, take advantage of και trade on
  2. χρησιμοποιώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exploit (fr) αρσενικό