trade on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | trade on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trades on |
αόριστος | traded on |
παθητική μετοχή | traded on |
ενεργητική μετοχή | trading on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]- εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάτι προς όφελός μου, ειδικά με άδικο τρόπο