faveur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
faveur < λατινική favor

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fa.vœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
faveur faveurs

faveur (fr) θηλυκό

  1. η εύνοια
    elle a les faveurs du directeur - έχει την εύνοια του διευθυντή
  2. η χάρη
    fais-moi une faveur - κάνε μου μια χάρη
  3. ...

Συγγενικά

[επεξεργασία]