fill up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας fill up
γ΄ ενικό ενεστώτα fills up
αόριστος filled up
παθητική μετοχή filled up
ενεργητική μετοχή filling up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις fill και up

fill up (en)

  1. γεμίζω κάτι καλά
  2. χορταίνω, γεμίζω το στομάχι μου
  3. ενοχλώ, γίνομαι φόρτωμα, μπαφιάζω κάποιον, τον φλομώνω
  4. (όρος στο πόκερ) συμπληρώνω φουλ είτε κατά το αρχικό μοίρασμα είτε κατά τη σειρά μου