fill up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | fill up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fills up |
αόριστος | filled up |
παθητική μετοχή | filled up |
ενεργητική μετοχή | filling up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]fill up (en)