gabare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gabare < οξιτανική gabarra.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡa.baʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gabare gabares

gabare (fr) θηλυκό

  1. παλιός τύπος ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου
    Gabare à trois mâts: Τρικάταρτη γαβάρα
  2. πλατυπύθμενο πλοίο με χρήση σε ποτάμια και λιμάνια, είδος φορτηγίδας,
    Gabare à voiles, à rames, à moteur: Γαβάρα με πανιά, με κουπιά, με μηχανή
  3. είδος ψαρόβαρκας
Γαβάρα στον ποταμό Λίγηρα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]