golf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Golf
      ενικός         πληθυντικός  
golf golfs

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡɒlf/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

golf (en)

  1. (αθλητισμός) το γκολφ
  2. το γράμμα G στο φωνητικό αλφάβητο του NATO

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • golf στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

golf (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

golf (it)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

golf (nl)

  1. (γεωγραφία) κόλπος, κόρφος
  2. το κύμα