grain de beauté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grain de beauté → δείτε τις λέξεις grain και beauté

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
grain de beauté grains de beauté

grain de beauté (fr) αρσενικό

  • ελιά (κηλίδα του δέρματος)