hypertension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hypertension (en) (μη μετρήσιμο)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hypertension | hypertensions |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.pɛʁ.tɑ̃.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hypertension (fr) θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- hypertension - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- hypertension - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online