hypertension

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hypertension < hyper- + tension

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hypertension (en) (μη μετρήσιμο)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
hypertension hypertensions

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.pɛʁ.tɑ̃.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hypertension (fr) θηλυκό