negoziante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.ɡotˈt͡sjan.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
negoziante negozianti

negoziante (it) αρσενικό ή θηλυκό