réputation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: reputation

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
réputation < λατινική reputatio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁe.py.ta.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réputation réputations

réputation (fr) θηλυκό

  1. η φήμη, το καλό ή κακό « όνομα » που έχει κάποιος
  2. η υπόληψη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]