reputation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: réputation
      ενικός         πληθυντικός  
reputation reputations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reputation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η φήμη, το καλό ή κακό "όνομα" που έχει κάποιος
    He has a reputation of being a generous man./He has a reputation as a generous man.
    Έχει φήμη γενναιόδωρου ανθρώπου.
    What gained him such a reputation?
    Γιατί έβγαλε τέτοιο όνομα;

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]