surfing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surfing (en)
- (αθλητισμός) το σέρφινγκ
- (μεταφορικά, νεολογισμός, διαδίκτυο) η περιήγηση σε διάφορες ιστοσελίδες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- surfing στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
surfing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του surf