surf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
surf surfs

surf (en)

  1. το κύμα που σκάσει στην ακτή
  2. το σέρφινγκ
     συνώνυμα: surfing

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας surf
γ΄ ενικό ενεστώτα surfs
αόριστος surfed
παθητική μετοχή surfed
ενεργητική μετοχή surfing

surf (en)



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

surf (it)