tease out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | tease out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | teases out |
αόριστος | teased out |
παθητική μετοχή | teased out |
ενεργητική μετοχή | teasing out |
Ρήμα
[επεξεργασία]tease out (en)
- ξεμπλέκω κόμπο, μπλεγμένα νήματα, λύνω πλεξούδες κτλ.
- (μεταφορικά) για δύσκολο πρόβλημα: ανακαλύπτω/αποκαλύπτω τί ισχύει
- (μεταφορικά) για πληροφορία: εκμαιεύω