ανεκδοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεκδοτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anecdotique < anecdote < αρχαία ελληνική ἀνέκδοτος < ἀν- + ἔκδοτος < ἐκδίδωμι < ἐκ- + δίδωμι
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεκδοτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα ανέκδοτα, αναφέρεται σ’ αυτά ή αναπτύσσεται, περιγράφεται ή λέγεται με ανέκδοτα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεκδοτικός