αστροστολισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστροστολισμένος < αστρο- + στολισμένος ( < στολίζομαι )
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.stɾo.sto.liˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρο‐στο‐λι‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αστροστολισμένος αρσενικό
- ο στολισμένος, διακοσμημένος με αστέρια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστροστολισμένος