βαλαντώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαλαντώνω < μεσαιωνική ελληνική βαλαντώνω < βαλάντιον(;)

βαλαντώνω

  1. εξαντλούμαι, κουράζομαι
  2. θλίβομαι, στενοχωριέμαι
  3. μαραζώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]