διαστέλλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαστέλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος διαστέλλω

διαστέλλομαι

  1. διογκώνομαι, αυξάνομαι, επεκτείνομαι, εκτείνομαι
    τα αέρια διαστέλλονται όταν θερμαίνονται
    οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  διαστέλλομαι 
Παρατατικός  διεστελλόμην 
Μέλλοντας  διασταλήσομαι, διαστελοῦμαι 
Αόριστος  διεστειλάμην, διεστάλην 
Παρακείμενος  διέσταλμαι 
Υπερσυντέλικος  διεστάλμην 
Συντελ.Μέλλ.

διαστέλλομαι

αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]