εκσυγχρονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκσυγχρονίζω < εκ- + συγχρονίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική moderniser)

εκσυγχρονίζω (παθητική φωνή: εκσυγχρονίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]