εκσυγχρονιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκσυγχρονιστής οι εκσυγχρονιστές
      γενική του εκσυγχρονιστή των εκσυγχρονιστών
    αιτιατική τον εκσυγχρονιστή τους εκσυγχρονιστές
     κλητική εκσυγχρονιστή εκσυγχρονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκσυγχρονιστής < εκσυγχρονίζω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική modernisateur)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκσυγχρονιστής αρσενικό, (θηλυκό εκσυγχρονίστρια)

Επίθετο

[επεξεργασία]

εκσυγχρονιστής

  • ταυτόσημο με το εκσυγχρονιστής
    Ο εκσυγχρονιστής πολιτικός αποχώρησε από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του και ανεξαρτητοποιήθηκε.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]