επί παντός επιστητού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επί παντός (του) επιστητού < τὸ ἐπιστητόν ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἐπιστητός < ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά)

Έκφραση

[επεξεργασία]

επί παντός (του) επιστητού (λόγιο)

  1. για όλα τα θέματα, κάθε θέμα
    Μιλούν επί παντός επιστητού
  2. (ειρωνικό) για οποιονδήποτε πιστεύει πως ξέρει τα πάντα
     συνώνυμα: ξερόλας

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]