επί παντός επιστητού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επί παντός (του) επιστητού < τὸ ἐπιστητόν ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἐπιστητός < ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά)
Έκφραση
[επεξεργασία]επί παντός (του) επιστητού (λόγιο)
- για όλα τα θέματα, κάθε θέμα
- Μιλούν επί παντός επιστητού
- (ειρωνικό) για οποιονδήποτε πιστεύει πως ξέρει τα πάντα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η κάπως σπανιότερη χρήση ενάρθρως πιθανώς οφείλεται στην ουσιαστικοποίηση του επιθέτου ἐπιστητός (τὸ ἐπιστητόν) τουτέστιν, σύναρθρα χρησιμοποιείται το επίθετο, άναρθρα χρησιμοποιείται το ουσιαστικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επί παντός επιστητού
|
Πηγές
[επεξεργασία]- επιστητό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- επιστητό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επιστητός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012