tuile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tuile < tuille < tieulle < tiule < λατινική tegula < tegere (καλύπτω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɥil/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tuile tuiles

tuile (fr) θηλυκό

  1. το κεραμίδι, η κεραμίδα
  2. καθεμιά από τις μεταλλικές πλάκες μιας ερπύστριας
  3. πτι-φουρ με μορφή κεραμιδιού
  4. (μεταφορικά) (οικείο) κακοτυχία, αναποδιά
     συνώνυμα: catastrophe, malchance, (οικείο) guigne

Παράγωγα

[επεξεργασία]