κομπορρήμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κομπορρήμων & κομπορρήμονας |
η | κομπορρήμων | το | κομπορρήμον |
γενική | του | κομπορρήμονος & κομπορρήμονα |
της | κομπορρήμονος | του | κομπορρήμονος |
αιτιατική | τον | κομπορρήμονα | την | κομπορρήμονα | το | κομπορρήμον |
κλητική | κομπορρήμων & κομπορρήμονα |
κομπορρήμων | κομπορρήμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κομπορρήμονες | οι | κομπορρήμονες | τα | κομπορρήμονα |
γενική | των | κομπορρημόνων | των | κομπορρημόνων | των | κομπορρημόνων |
αιτιατική | τους | κομπορρήμονες | τις | κομπορρήμονες | τα | κομπορρήμονα |
κλητική | κομπορρήμονες | κομπορρήμονες | κομπορρήμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομπορρήμων < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κομπορρήμων
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kom.boˈɾi.mon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μπορ‐ρή‐μων
- παλιότερος συλλαβισμός : κομ‐πορ‐ρή‐μων
Επίθετο
[επεξεργασία]κομπορρήμων, -ων, -ον
- (λόγιο) που καυχιέται, ψωνισμένος, ψωνάρα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομπορρήμων
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομπορρήμων < αρχαία ελληνική κόμπ(ος) (καύχηση) + ῥῆμ(α) + -ων με ρρ στη σύνθεση [1] Δε σχετίζεται με το κόμπος (όπως κόμπος σκοινιού)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- κομπορρήμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μετριόφρων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)