κοντοστέκομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοντοστέκομαι < κοντοστέκω < κοντο- + στέκω
Ρήμα
[επεξεργασία]κοντοστέκομαι (και κοντοστέκω)
- σταματάω ενώ περπατάω, συνήθως ξαφνικά, για λόγους αμφιβολίας, δισταγμού, σκέψης ή άλλης ενέργειας
- κοντοστάθηκε λίγο στο περίπτερο δήθεν για να διαβάσει τις εφημερίδες
- (κατ’ επέκταση) διστάζω