μουρλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μουρλός | η | μουρλή | το | μουρλό |
γενική | του | μουρλού | της | μουρλής | του | μουρλού |
αιτιατική | τον | μουρλό | τη | μουρλή | το | μουρλό |
κλητική | μουρλέ | μουρλή | μουρλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μουρλοί | οι | μουρλές | τα | μουρλά |
γενική | των | μουρλών | των | μουρλών | των | μουρλών |
αιτιατική | τους | μουρλούς | τις | μουρλές | τα | μουρλά |
κλητική | μουρλοί | μουρλές | μουρλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μουρλός < (άμεσο δάνειο) βενετική murlo(n)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μουρλός -ή -ό
- τρελός, ανισόρροπος, παλαβός
- ο άνθρωπος είναι μουρλός, μην τον ακούς!
- (...με κάτι) πωρωμένος με κάτι, μανιακός
- είναι μουρλός με τα αυτοκίνητα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (γίνεται) της μουρλής: για υπερβολική ακαταστασία, φασαρία, κοσμοσυρροή ή κατάσταση που έχει ξεφύγει από τον έλεγχο
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουρλός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μουρλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας