παπάρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία el

[επεξεργασία]

παπάρας < παπάρα (φαγητό από βρεγμένο ψωμί, πιάτο των Βαλκανίων)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παπάρας αρσενικό και παπαρδέλας (πληθυντικός : παπάρες)

  • άνθρωπος που λέει λόγια κενά περιεχομένου, κενολόγος, ανόητος
    ※  Θα γίνω όμως, παίδες, και άμα γίνω, δεν θέλω να βγει κάνας παπάρας και να μου πει ότι δεν μπορώ να διεκδικήσω […]
    Στέλλα Τσάμου, Το κορίτσι του διπλανού portal κυκλοφορεί και απορεί (Αθήνα: Καστανιώτης, 2011) [1].

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]