παπάρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]παπάρας < παπάρα (φαγητό από βρεγμένο ψωμί, πιάτο των Βαλκανίων)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παπάρας αρσενικό και παπαρδέλας (πληθυντικός : παπάρες)