παρερμηνευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρερμηνευτικός < παρερμηνεύ(ω) + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]παρερμηνευτικός[1]
- (λόγιο) που συμβάλλει στην παρερμήνευση / παρερμηνεία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις παρερμηνεύω και ερμηνεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρερμηνευτικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παρερμηνευτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)