πλειοδοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλειοδοτικός < πλειοδότης + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]πλειοδοτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με πλειοδότη ή πλειοδοσία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- πλειοδοτικός διαγωνισμός: δημοπρασία για να επιτευχθεί η υψηλότερη τιμή πώλησης προϊόντος ή υπηρεσίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλειοδοτικός