συμμαζεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμμαζεύω < συν- + μαζεύω

συμμαζεύω , πρτ.: συμμάζευα, στ.μέλλ.: θα συμμαζέψω, αόρ.: συμμάζεψα, παθ.φωνή: συμμαζεύομαι, μτχ.π.π.: συμμαζεμένος

  1. (κυριολεκτικά) συγκεντρώνω σε ένα σημείο σκόρπια πράγματα
     συνώνυμα: μαζεύω
  2. (κατ’ επέκταση) τακτοποιώ ένα χώρο, ξεκαθαρίζοντας και βάζοντας σε τάξη τα πράγματα που βρίσκονται μέσα σε αυτόν
     συνώνυμα: συγυρίζω, διευθετώ
  3. μειώνω την έκταση ή τις διαστάσεις ενός πράγματος
  4. «υιοθετώ» και προστατεύω ένα απροστάτευτο πλάσμα
  5. (μεταφορικά) συγκρατώ, βάζω περιορισμούς σε κάποιον και περιορίζω τη συμπεριφορά του κυρίως

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]