ranger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ranger < rang

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɑ̃.ʒe/
 

ranger (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ranger < (άμεσο δάνειο) αγγλική range (περιπλανώμαι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɑ̃.dʒœʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ranger rangers

ranger (fr) αρσενικό

  1. φύλακας ενός δάσους
  2. στρατιώτης ενός επίλεκτου σώματος του στρατού ξηράς
  3. (υπόδηση) ειδικό παπούτσι των ειδικών δυνάμεων (καταδρομέων, αλεξιπτωτιστών, κ.α.)