τσαντίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡sa(n)ˈdi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐ντί‐λα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσαντίλα θηλυκό
- άλλη μορφή του τσατίλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- τσαντίλα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης čedilo (σουρωτήρι) < πρωτοσλαβική *cědidlo < *cěditi (σουρώνω, διηθώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skéyd-sti < *skeyd- (διαιρώ, χωρίζω) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσαντίλα θηλυκό
- (ύφασμα) είδος υφάσματος για το στράγγισμα του τυριού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσαντίλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Υφάσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)