ἀνάγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀνάγω < ἀν- + ἄγω

ἀνάγω

  1. οδηγώ από ένα χαμηλότερο σημείο σ' ένα ψηλότερο
  2. μεταφέρω κάτι στην ανοικτή θάλασσα
  3. οδηγώ κάτι από την ακτή προς την ενδοχώρα
  4. εορτάζω
  5. σηκώνω, φέρνω από τους νεκρούς
  6. ανοικοδομώ
  7. επαναφέρω στην αρχική κατάσταση
  8. υποχωρώ, οπισθοχωρώ
  9. (στην παθητική φωνή) σαλπάρω, αποπλέω
  10. υπολογίζω, λογαριάζω
  11. ανασηκώνω (π.χ. το κεφάλι, τα μάτια)
  12. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο

Παράγωγα

[επεξεργασία]